HOME > Ταξίδια > Κωνσταντινούπολη > Η ιστορία της υφασμάτινης ομπρέλας στην Πόλη

Η ιστορία της υφασμάτινης ομπρέλας στην Πόλη

Αυτά τα Χριστούγεννα, τα άφησα όλα πίσω. Κάθε τι γνωστό, αγαπημένο, συνηθισμένο. Πρώτη φορά άφησα πίσω τα παιδιά μου κι έφυγα.

“Είναι μεγάλα πια” είπα στον εαυτό μου, “θα κάνουν δικό τους πρόγραμμα”. Για να με πείσω. Να φερθώ, να σκεφτώ και να ζήσω έξω από τα δικά μου γνωστά δεδομένα.

Ετσι πήρα το αεροπλάνο και βρέθηκα στην Πόλη για δεύτερη φορά. “Για πολλές μέρες” είπα στη φίλη που θα με φιλοξενούσε. “Για όσες θέλεις” μου απάντησε.

Για σχεδόν τρεις εβδομάδες, η θέα από το δωμάτιό μου ήταν η φωτογραφία που βλέπετε – το παλάτι του Σουλτάνου, το Topkapı Sarayı και η Αγία Σοφία- πλαισιωμένη αριστερά με την ασιατική ακτή του Kadıköy, τη θάλασσα του Μαρμαρά και τα Νησιά και δεξιά με τη συνέχεια της Πόλης, το Süleymaniye Camii, τη γέφυρα και τον πύργο του Γαλατά, πάνω στο λόφο.

room-with-a-view

Το σπίτι βρισκόταν στο Cihangir, πάνω στο λόφο, με καταπληκτική θέα στο ομορφότερο κομμάτι της Πόλης. Την ιστορική χερσόνησο. Tην καρδιά της Πόλης του Κωσταντίνου. Την Πόλη που κτίστηκε απέναντι από την “πόλη των Τυφλών”, τη Χαλκηδόνα, τον 7ο προ Χριστού αιώνα, από Μεγαρείς αποίκους με αρχηγό τον Βύζαντα. Το Βυζάντιο. Το σημερινό Eminönü.

Σήκωνα το κεφάλι μου και έβλεπα αυτή τη θέα, μέσα στη νύχτα, όλες τις μέρες που ήμουν εκεί. Όλος ο τοίχος ήταν ένα παράθυρο, με τον ωραιότερο πίνακα ζωγραφικής του κόσμου. Κάθε στιγμή άλλαζε χρώμα και διάθεση. Εμφανιζόταν και κρυβόταν μέσα σε πέπλα χιονιού, ομίχλης, βροχής, νύχτας. Λουζόταν στο φως του ήλιου και του φεγγαριού. Τα καραβάκια σάρωναν τις θάλασσες του Μαρμαρά, του Βοσπόρου, του Κεράτειου, ασταμάτητα. Οι γλάροι έβαζαν τη δική τους πινελιά πετώντας παντού, αδιαπραγμάτευτοι κατακτητές αυτής της Πόλης για αιώνες.

Η Πόλη ήταν ολοζώντανη κι υπομονετική. Στέναζε στους ρυθμούς των καιρών και των εκατομυρίων ανθρώπων που την περπατούν καθημερινά. Ηταν εκεί. Κι ήμουν κι εγώ εκεί. Στην αγκαλιά της. Εγώ κι η Πόλη, επεισόδιο δεύτερο.

(To πρώτο επεισόδιο μπορείτε να διαβάσετε σ’αυτό το άρθρο “Ταξίδι στις γεύσεις της Πόλης-νέα σειρά στο YouTube“)

Αυτή τη φορά, ήταν ένα μοναχικό ταξίδι αναζήτησης. Η Σταυριανή δούλευε διπλό σέρβις, μεσημέρι και βράδυ, chef στο Karaköy Gümrük, ένα κουκλάκι εστιατόριο με χαρακτήρα τόσο στην κουζίνα όσο και στη σάλα. Θα είμαστε μαζί στα ρεπό και στην κουζίνα για τα γιορτινά γεύματα. Τις υπόλοιπες μέρες ήμουν ελεύθερη να αναζητήσω τους δικούς μου κρυμμένους θησαυρούς στην Πόλη.

Είχα gps στο κινητό και δεν χάθηκα στιγμή. Ισα-ισα. Eπαιξα το καλύτερο παιχνίδι μου, να βρίσκω δρόμο όπου καλούσε η καρδιά μου. Μην αναρωτιέστε. Κάνω πολύ καλή παρέα με τον εαυτό μου.

galatas

Εκείνη την ημέρα είχα αποφασίσει να πάω απέναντι, στο Eminönü. Περπατώντας, όπως πάντα, σε οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Για να έχω ακόμα μια φορά τη χαρά να διασχίσω τη γέφυρα του Γαλατά, βήμα βήμα, με τον άνεμο να σφυρίζει έξω από την κουκούλα του παλτού μου και τη βροχή να θολώνει το γκρίζο τοπίο.

Εκανε κρύο πολύ, πολικό για την ακρίβεια. Είχα μια σπαστή ομπρέλα που δεν άντεχε καθόλου στον άνεμο. Μέχρι να περάσω τη γέφυρα είχε γυρίσει ανάποδα δέκα φορές. Η βροχή έβρεχε το παλτό κι εγω σκεφτόμουν πως έπρεπε να βρω μια καλή ομπρέλλα σύντομα. Κατέβηκα στο δεύτερο επίπεδο της γέφυρας για να προστατευτώ και πέρασα τη διάβαση να βγω από την άλλη πλευρά, εκεί που πουλούν τα balik ekmek μέσα στο καράβι. Και νάτη μπροστά μου!

Mια μαύρη ομπρέλα, μεγάλη, γερή, κουρμπαριστή, υφασμάτινη, τέτοια δεν είχα ξαναδεί! Την κρατούσε ένας άντρας και στο άλλο χέρι είχε μια μεγάλη μαύρη σακούλα. Σκέφτηκα βιαστικά κι απελπισμένα πως μάλλον πουλά ομπρέλες και τον σταμάτησα, τραβώντας την ομπρέλα του και ρωτώντας “Ne kadar?” δηλαδή “Πόσο κάνει?”.

Γύρισε και με κοίταξε. Έμοιαζε άνθρωπος των λιμανιών, ναυτικός ίσως, με φωτεινά καστανά μάτια και γκρίζα μαλλιά, κάτω από τη μαύρη τραγιάσκα. ‘Εριξα μια γρήγορη ματιά στη σακούλα και δυστυχώς, είδα πως δεν πουλούσε ομπρέλες. “Pardon, efendi” είπα και χαμογέλασα με την γκάφα μου.

Και τότε άρχισε να μου μιλά κοιτώντας με στα μάτια. Λέξεις χείμαρος, που δεν καταλάβαινα, δεν ήταν τούρκικα, ένα συνοθύλευμα από όλες τις γλώσσες ήταν. Ξαναείπα “Pardon, sorry” και τ’αυτί μου έπιασε ένα μπερδεμένο “For you“. Σκεφτόμουν αν ήθελε να μου πουλήσει την ομπρέλα και πόσα λεφτά θα μου ζήταγε. Τα μάτια μου κοίταζαν μια τα δικά του, μια την ομπρέλα. Είχε δεσίματα με μωβ κλωστή πάνω στο μαύρο πανί και ήταν υφασμάτινη, βαμβακερή, όμοια δεν είχα ξαναδεί. Έδειχνε πολύ παλιά, όμως φαινόταν τόσο δυνατή και σταθερή. Την ήθελα. Αλλά ήταν δικιά του.

Και τότε άκουσα τις λέξεις καθαρά. “Μόνο για σένα” και τον είδα να μου δίνει την ομπρέλα. “Ευχαριστώ” λέω στα ελληνικά σαστισμένη, παίρνοντας από τα χέρια του την ομπρέλα και περιμένοντας να μου ζητήσει χρήματα. Εκείνος γύρισε την πλάτη κι έφυγε στο σκεπασμένο επίπεδο της γέφυρας.

Έφυγε. Δεν το πίστευα. Έμεινα για κάποια λεπτά εκεί, μήπως μετανιώσει και επιστρέψει. Στεκόμουν στη βροχή με την μαύρη ομπρέλα να με προστατεύει και να αγνοεί τελείως τον άνεμο. Ο κορμός της ήταν μεταλικός ενιαίος, έμοιαζε με ατσάλι. Είχε σκουριάσει σε μερικά σημεία, όμως οι αχτίνες ήταν τόσο καλοφτιαγμένες και δυνατές που κρατούσαν το πανί τεντωμένο κι ανθεκτικό στον άνεμο. Το νερό έτρεχε πάνω στο βαμβακερό πανί όμως δεν έμπαινε μέσα. Πόσο διαφορετική ήταν αυτή η ομπρέλα! Και πόσο περίεργα βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια μου! “Μόνο στην Πόλη γίνονται αυτά” σκεφτόμουν και τα χέρια μέσα στα βρεγμένα γάντια μου ζητούσαν επειγόντως να ζεσταθούν.

Ευχαρίστησα νοερά τον άνθρωπο που μου έκανε ένα τόσο χρήσιμο δώρο, με τόσο όμορφο τρόπο και συνέχισα το δρόμο μου στο Mısır Çarşısı. Σκεφτόμουν πως αυτή η ομπρέλα είναι “μόνο για μένα” και θα με προστάτευε από τον παγωμένο άνεμο και τη βροχή. Ηταν 30 Δεκεμβρίου, ο καιρός είχε δηλώσει άγριες προθέσεις κι εγω ήθελα να είμαι όλες τις μέρες στους δρόμους, εξερευνώντας την Πόλη. Μ’αυτήν την ομπρέλα, τα κατάφερα!

Με προστάτεψε από δυνατό άνεμο, τόσο παγωμένο που έκανε τα χείλια να σκάνε. Την κράταγα τελείως μπροστά μου και πήγαινα κόντρα στον άνεμο, πάνω στη γέφυρα, στα τυφλά χωρίς να βλέπω τίποτα παρά δυό βήματα μπροστά από μένα. “Μόνο για σένα” μου ψιθύριζε η ομπρέλα. Κι ο άνεμος έσερνε τα σκαμνάκια των ψαράδων που δεν σταμάταγαν στιγμή να ψαρεύουν στη γέφυρα του Γαλατά. Και τραμπάλιζε τα ποτήρια του τσαγιού που προσπαθούσε να γεμίσει ο μικροπωλητής από το δοχείο του όπως-όπως.

Με προστάτεψε από τρελλή βροχή, τόσο έντονη που όταν έκλεινα την ομπρέλα, λίμνη γινόταν το πάτωμα. Την έστιβα πρώτα να φύγει το πολύ νερό. Την άφηνα έξω από τα μαγαζιά και έδειχνε τόσο παλιά και ταλαιπωρημένη που σκεφτόμουν πως δεν θα κινδύνευα να μου την κλέψουν. Όμως καρδιοχτυπούσα να τη ξαναδώ κάθε φορά. Ήταν εκεί, με περίμενε. “Μόνο για μένα” σκεφτόμουν και χαμογέλαγα. Και δεν με ένοιαζε που ο ταξιτζής με άφησε πολύ μακριά από το ελληνικό εστιατόριο του Μπάρμπα Βασίλη– που έψαχνα να βρω την παραμονή των Φώτων- κι έπρεπε να περπατήσω είκοσι λεπτά βράδυ Κυριακής, μέσα σε νεροποντή, πηγαίνοντας προς το Πατριαρχείο, να βρω τους Ρωμιούς φίλους μου.

Αυτή η ομπρέλα έγινε η καλύτερη παρέα στις βόλτες μου. Με πρόσεχε, την πρόσεχα. Έκανα όνειρα πως θα την έφερνα στην Αθήνα. Πως θα της έπλενα το πανί να φύγουν οι λεκέδες. Πως θα της έραβα απλικαρίσματα από τις χώρες που θα ταξίδευα και θα γινόταν ένα έργο τέχνης. Ήταν ηδη ενα έργο τέχνης, όμως τότε στην Πόλη δεν είχα χρόνο να αναζητήσω την ταυτότητα της ομπρέλας μου και δεν ήξερα τίποτα γι’αυτήν και τη διαφορετικότητά της.

Εδώ τα έμαθα. Πως η χρήση ατσαλένιων ακτίνων στις ομπρέλες, που τους έδωσε σχήμα καμπυλωτό, έγινε από τον Samuel Fox το 1856. Μέχρι τότε οι ομπρέλες είχαν ευθείες ακτίνες και δεν άντεχαν στον άνεμο. Πως όταν ο κορμός είναι ενιαίος, η ομπρέλα αντέχει μεγαλύτερη ένταση ανέμου. Και τούτος εδώ ήταν σμιλεμένιος ατσαλένιος, λαβή και κορμός ένα πράγμα. Πως το πανί που χρησιμοποιούσαν μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν βαμβακερό ή μεταξωτό. Μετά χρησιμοποίησαν το νάιλον. Πως οι πιο γερές ομπρέλες φτιάχνονται από το 1868 στην Αγγλία και λέγονται Fox Umbrellas. Πως η ομπρέλα που μου έδωσε αυτός ο ναυτικός χρονολογείται πιθανά από το 1912 και αλλάζει χέρια 100 χρόνια τώρα. 9 μέρες ήταν στα δικά μου.

Δεν μπόρεσα να την φέρω στην Αθήνα. Την άνοιξα να την φωτογραφίσω μέσα στο σπίτι, με το φως της Πόλης, πριν την βάλω στη βαλίτσα του γυρισμού. Δε έκλεισε ξανά. Δεν ήθελε να αφήσει την Πόλη. Εσπασε ο κρίκος που κρατούσε τις ακτίνες και δεν έκλεινε πια. Δεν μπορούσα να την βάλω στη βαλίτσα ούτε προλάβαινα να τη φτιάξω. Την άφησα στο σπίτι κι έφυγα. Είναι συνέχεια στη σκέψη μου, γι’αυτό της αφιερώνω το πρώτο άρθρο της χρονιάς.

Μόνο για σένα, αγαπημένη φίλη, που για ένα αιώνα έχεις προστατέψει τόσους ανθρώπους και έχεις ζήσει τόσες ζωές!

Μακάρι να βρω τρόπο να σε κάνω λειτουργική ξανά και να μπορέσω να σε προστατέψω κι εγώ.

 

Comments are closed.