Most Romantic Historic Hotel 2017. Το ξενοδοχείο Κυρίμαι απέκτησε τον τίτλο του πιο ρομαντικού ιστορικού ξενοδοχείου και είναι πραγματικά το πιο καθοριστικό συναίσθημα που θα νιώσετε όταν περάσετε τη βαριά ξύλινη πόρτα με το οικόσημο και μείνετε λίγες μέρες στην αγκαλιά του.
Χτισμένο άκρη άκρη στην είσοδο του κόλπου του Γερολιμένα, έχει τα μάτια του στραμμένα στη θάλασσα, γιατί η θάλασσα – πάντα η θάλασσα- ήταν ο λόγος που γεννήθηκε. Το Cavo Grosso όρθωνε το ανάστημά του και έδινε καταφύγιο στα καράβια από την τρικυμία του Κάβου Μαλιά και Ματαπά.
Το Κυρίμαι έστεκε στην άκρη, περιμένοντας, με δύο γλίστρες απλωμένες σαν χέρια, έτοιμο να καλοδεχθεί τις λάτζες και τους ναυτικούς.
Ήταν ένας κρίκος στην αλυσίδα των λιμανιών που ένωναν τους ναύλους από τη Μαύρη Θάλασσα, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Σύρο, την Αλεξάνδρεια και τα άλλα λιμάνια του Λεβάντε με τη Μασσαλία, τη Μάλτα, το Λιβόρνο, το Γιβραλτάρ και την Αγγλία.
Αν σήμερα αγκαλιάζει τους καλεσμένους του σαν ξενοδοχείο, το Κυρίμαι φτιάχτηκε για να αγκαλιάζει τα καράβια, την ένωση, το εμπόριο και την ανάπτυξη του νέου ελληνικού κράτους, στα μέσα του 19ου αιώνα.




Η ιστορία του Κυρίμαι
Όλα ξεκινούν τα χρόνια της δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους, όταν ο Καποδίστριας καθάρισε τις ελληνικές θάλασσες από τους πειρατές και τους κουρσάρους, για να διευκολυνθεί το εμπόριο και η ανάπτυξη, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τα καράβια τότε ήταν ξύλινα ιστιοφόρα και ευάλωτα σε καιρούς και κούρσους.
Η ανάπτυξη της Σύρου
Οι Χιώτες έμποροι κι εφοπλιστές, που είχαν αναπτύξει εστίες στα ελληνικά κέντρα διασποράς πριν την επανάσταση του 1821, οργάνωσαν το πρώτο δίκτυο εμπορίου στη Μεσόγειο, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αγγλία.
Η Σύρος, νησί με μεγάλο και προστατευμένο λιμάνι και το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της νέας Ελλάδας, έγινε το ναυτιλιακό κέντρο του ελληνικού στόλου.
Η Ερμούπολη δημιουργήθηκε τότε, σαν επέκταση της Άνω Σύρας. Το 1828, στην πρώτη απογραφή, είχε 14.000 κατοίκους όταν η Αθήνα είχε 9.000. Η ανάπτυξη της ήταν τόσο ραγδαία που το 1850 έγινε το μεγαλύτερο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο της ελεύθερης Ελλάδας.
Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του ονόματός της: Ερμούπολη = πόλη του Ερμή, θεού του εμπορίου και των επικοινωνιών.
Η κατάσταση της Μάνης
Η Μάνη διατήρησε μια ιδιαίτερη ανεξαρτησία στα χρόνια της τούρκικης κατοχής. Οι Μανιάτες, απόγονοι των Σπαρτιατών, σκληραγωγημένοι πολεμιστές στη δύσβατη γη τους, δεν υποδουλώθηκαν με τη φυσική παρουσία των Τούρκων και βοήθησαν στις μάχες αντίστασης και επανάστασης των άλλων περιοχών.
Η Μάνη – ακριβώς επειδή δεν υποτάχθηκε κάτω από μια εξουσία- λειτουργούσε με τους δικούς της κανόνες. Ίσχυε το εθιμικό δίκαιο, η απόδοση δικαιοσύνης με βάση τους άγραφους κανόνες της κοινωνίας.
Ο ταξικός διαχωρισμός ήταν σαφής και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις οικογένειες λυνόντουσαν με βεντέτες, πολιορκία των πυργόσπιτων και ξεμόνια (απομονωμένα πυργόσπιτα). Οι φτωχοί ήταν φτωχοί και οι πλούσιοι πλούσιοι.
Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας
Σ’αυτά τα χρόνια, στην Κιππούλα, μεγάλωναν δύο αδέλφια φτωχής οικογένειας, ο Δημήτρης και ο Μιχάλης Κατσιμαντής, οι οποίοι αποφάσισαν να “μεταναστεύσουν” για μια καλύτερη ζωή.
Το 1830, πόλος έλξης ήταν η Σύρος.
Εκεί δούλεψαν όπου μπόρεσαν, μέχρι που αποφάσισαν, το 1847, να κτίσουν ένα χρωματουργείο, το οποίο έγινε το μεγαλύτερο εργοστάσιο χρωμάτων και βερνικιών στην ανατολική Μεσόγειο.
Τα πρώτα ατμόπλοια είχαν εμφανιστεί στις θάλασσες και οι ανάγκες συντήρησης των μεταλλικών πλέον σκαριών έκαναν το εργοστάσιο να ανθίσει και τα δύο αδέλφια να πλουτίσουν.
Ως γνήσιοι Έλληνες, επέστρεψαν στον τόπο τους, πλούσιοι μεν, όμως χωρίς την “προίκα” της μανιάτικης κοινωνικής θέσης, η οποία αποκτήθηκε με ένα γάμο.
Πάντρεψαν την αδελφή τους με έναν από τους Κυριμιάνους, τον Μιχάλη Κυρίμη.
Στα πλαίσια της οικογενειακής-οικονομικής συνεργασίας, σκέφτηκαν να επεκτείνουν το εμπόριο στην περιοχή κι όπως οι δρόμοι της στεριάς ήταν απροσπέλαστοι, η θάλασσα έδωσε τη λύση.
Το ΚΥΡΙΜΑΙ γεννήθηκε
Έφτιαξαν ένα μεσοσταθμό για τα διερχόμενα πλοία, για ανεφοδιασμό, ανάπαυση των ταξιδευτών αλλά και εμπορικές συναλλαγές, με εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων στην περιοχή.
Διάλεξαν το Γερολιμένα, τον Ιερό λιμένα της αρχαίας Ιππόλας -με το Ιερό της θεάς Αθηνάς- που βρισκόταν κτισμένη πάνω στο Ακρωτήριο Θυρίδες, δηλαδή το Cavo Grosso.
Το πέτρινο κτίριο φτιάχτηκε στην ανατολική πλευρά του βραχώδους κόλπου, μακρύ και διώροφο με κεραμιδένια σκεπή και ανοίγματα. H περιοχή είχε πλέον ησυχάσει και από τις πειρατείες και από τις εσωτερικές διαμάχες των Μανιατών, οι οποίες τους είχαν οδηγήσει στην αρχιτεκτονική των πυργόσπιτων.
Δυό γλίστρες, με ράγες, απλώνονταν στη θάλασσα για να δεχτούν τις λάντζες, τις βάρκες που μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα. Τα πλοία έδεναν αρόδου στον κόλπο. Κάτω ήταν το κατάστημα για τις εμπορικές συναλλαγές και πάνω το σπίτι της οικογένειας. Αυτό ήταν. Μόνο του.
Το 1860, στο Γερολιμένα υπήρχαν μόνο κάποιες ψαροκαλύβες, κανένα κτίριο. Όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το Κυρίμαι – να συγκεντρώνει τα προϊόντα της περιοχής για να τα πουλήσει στους ταξιδιώτες και να διαθέσει τα ξένα προϊόντα στους ντόπιους- το ενδιαφέρον των γύρω χωριών ζωντάνεψε και άρχισε να δημιουργείται ένας οικισμός γύρω του.
Η ανάπτυξη
Ο οικισμός μεγάλωσε όταν ο Θεόδωρος, γιός του Μιχάλη Κυρίμη, παντρεύτηκε μια Μαντούβαλου, από τους Μπουλαριούς. Οι συγγενείς αυτής της γνωστής μανιάτικης οικογένειας έφτιαξαν σπίτια και καταστήματα, γύρω από το Κυρίμαι.
Σύντομα ο Γερολιμένας έγινε οικισμός με 4 καφενεία, υφασματάδικα, πυλοποιείο, κατάστημα που πουλούσε όπλα. Όσοι ήρθαν από τα ανατολικά χωριά έχτισαν στην ανατολική πλευρά του κόλπου και όσοι ήρθαν από τα δυτικά, στη δυτική πλευρά. Όλα έγιναν με τη γνωστή τάξη και εθιμοτυπία των Μανιατών.
Το Κυρίμαι μεγάλωνε σταδιακά, κτίζοντας αποθήκες για να στεγάσει τα εμπορεύματα δίπλα στο κεντρικό κτίριο. Αποθήκευαν ξυλεία από τη Γαλλία, εργαλεία, άλευρα από τη Μαύρη Θάλασσα, όπλα, υφάσματα, καπέλα, κουμπιά, παιχνίδια, μονόκλ, πορσελάνες, πόμολα, γάντια, είδη ένδυσης, ό,τι όμορφο κυκλοφορούσε στην Ευρώπη.
Στη Μασσαλία, έστελναν αυτό που είχε άφθονο η Μάνη, ζωντανά ορτύκια σε κλουβιά, πιασμένα με τη μέθοδο της τραπέλας (ένα δίχτυ που έπιανε τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά).
Οι γυναίκες του Κυρίμαι, φρόντιζαν να ομορφαίνουν το Σπίτι, με όσα καλά έφταναν στα χέρια τους. Το Σπίτι, που σε όλα τα γράμματα μεταξύ των Κυριμιάνων αναγράφεται πάντα με κεφαλαίο Σ, σαν σημάδι σεβασμού στο χώρο που δημιούργησε την ευμάρεια σε 4 γενεές.
Ο Γεώργιος Κυρίμης, αδελφός του Θεόδωρου, άνοιξε εμπορικό κατάστημα στον Πειραιά και μαζί με τον Αντρέα Κατσιμαντή, γιο του Δημήτρη, που επέκτεινε τις δραστηριότητες του εργοστασίου στη Σύρο, υποστήριζαν και προωθούσαν το εμπόριο στο Γερολιμένα. Η επιχείρηση σταδιακά λειτούργησε με υποκαταστήματα “Εν Πειραιεί, εν Αθήναις, εν Γερολιμένι (Λακωνίας)”.
Ο Αλέξανδρος Κυρίμης, γιος του Θεόδωρου παντρεύτηκε τη Μαρίκα Διαμαντοπούλου, ελληνίδα της Αιγύπτου από την Κάσο και άφησε το Κυρίμαι στους γιους του, όπως ορίζουν τα έθιμα της Μάνης.
Από τους τρεις, ο Νίκος Κυρίμης ανέλαβε το κτίριο, το οποίο είχε κλείσει τον κύκλο του, λίγο πριν τον Ιταλογερμανικό πόλεμο.
Η ανάπαυση
Οι Ιταλοί το όρισαν επιτελείο τους, το Σπίτι δεν βομβαρδίστηκε, λεηλατήθηκε όμως στον Εμφύλιο. Γυμνώθηκε από όλα τα στολίδια του, άδειασαν όλα τα ντουλάπια του.
Έμειναν μόνο σεντούκια ασήκωτα με βιβλία εμπορικών συναλλαγών, επιστολές χειρόγραφες καλλιτεχνικές, δείγματα εμπορευμάτων άχρηστα για τους βεβηλωτές και το αμετακίνητο, σιδερένιο χρηματοκιβώτιο του καταστήματος, έργο τέχνης, που όμοιό του είχε η Μπουμπουλίνα σπίτι της.
Τα παράθυρα χτίστηκαν με τούβλα, οι πόρτες αμπαρώθηκαν.
Το Σπίτι κοιμήθηκε.
Ο Νίκος Κυρίμης, με τους γιους του, τον Άρη και τον Αλέξανδρο, έζησαν το Σπίτι σαν εξοχικό της οικογένειας τους. Έμεναν στον πάνω όροφο του καταστήματος, εκεί που έζησαν οι πρόγονοί τους, κρατώντας επτασφάλιστα τα ντοκουμέντα της ιστορίας στα κλειστά δωμάτια.
Τα βράδια του καλοκαιριού, τα δυο αγόρια, ξαπλωμένα στα βράχια, θαύμαζαν το σκονισμένο μεγαλείο του Σπιτιού, τη θάλασσα που στέναζε στους βράχους, το γιγάντιο όγκο του Cavo Grosso να στέκει φρουρός στην είσοδο του Ιερού Λιμένα.
Η ιστορία του Κυρίμαι ήταν ένα παραμύθι του παππού γι’ αυτούς, η ζωή τους ήταν στο εξωτερικό. Ή μήπως όχι;
Το Σπίτι είχε ξυπνήσει και τους καλούσε να το ζωντανέψουν.
Η αναγέννηση του Κυρίμαι
Ο καπετάν Νίκος, με τα αγόρια του, έκανε ό,τι χρειάστηκε για να αναπαλαιώσουν το κτίριο και να το μετατρέψουν σε ένα καταφύγιο για τους ανθρώπους πια, που θα έρχονται για ανεφοδιασμό της ψυχής και του σώματός τους.
Η αγκαλιά του Κυρίμαι άνοιξε το 2003, σαν ιστορικό παραδοσιακό ξενοδοχείο.
Το Κυρίμαι είναι φτιαγμένο με πέτρα και ντυμένο με ξύλο. Με 23 ιδιαίτερα δωμάτια, το καθένα σε άλλο σημείο, με άλλη θέα και εσωτερικό σχεδιασμό.
Ξύλινα πατώματα, ξύλινα δοκάρια μονοκόμματα στην οροφή, βαριές ξύλινες εξώπορτες, ελαφρές εσωτερικές που μανταλώνουν με γλωσσίδι, ξύλινα εσωτερικά τα κουφώματα, να κρατούν μακριά το φως και τον αέρα. Πέτρινες οι αυλές και τα σκαλοπάτια του.
Η πέργκολα στην πλώρη του, σε αφήνει να αγναντεύεις τον ορίζοντα και να ονειρεύεσαι τα καράβια που ρίχνουν άγκυρα και τις λάντζες που ξεφορτώνουν.
Η ιστορία του Σπιτιού βγήκε από τα σεντούκια και φωτίστηκε με τρυφερότητα. Επιστολές με γραφή άλλων καιρών που φανερώνουν σχέσεις και συναισθήματα των ανθρώπων που έζησαν στην αγκαλιά του.
“Πολυλατρευτή Μου! και Πολυαγαπημένη Μου! Σύζυγός Μου! Μαρικάκι Μου!” έγραφε ο παππούς Αλέξανδρος στο Μαρικάκι του.
Έφυγε και ο καπετάν Νίκος. Στην πλώρη τώρα, είναι ο Άρης και ο Αλέξανδρος.
Ένα καράβι ήταν πάντα το Σπίτι, ριζωμένο στα βράχια της Μάνης. Ταξιδεύει τους ανθρώπους της οικογένειας στη ζωή τους. Παραμένει ένας ποθητός σταθμός ανεφοδιασμού. Στην αρχή εφοδίαζε με προϊόντα, σήμερα χαρίζει όμορφες στιγμές. Πάντα με ευγένεια, φροντίδα και φινέτσα.
Η καρδιά του Κυρίμαι χτυπά δυνατά και εξακολουθεί να φωτίζει τη Μάνη.