Από την εποχή της Τουρκοκρατίας, υπήρχε σύμφωνο η μετακίνηση κοπαδιών να γίνεται στις 20 Μαϊου. Απαγορευόταν στις 19! Αυτή η ηθική δέσμευση τηρείται μέχρι σήμερα. Μόλις ξημέρωνε 20 Μαϊου, το κοπάδι μετακινείτο από τα χειμαδιά στα καλοκαιρινά βουνίσια βοσκοτόπια, όπου έμεναν μέχρι τον Οκτώβριο. Η επιστροφή ήταν πιο δύσκολη και χρονοβόρα γιατί οι προβατίνες ήταν έγκυες και η βοσκή λιγοστή.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον κύριο Κώστα Γεωργογιάννη, πατέρα της Γεωργίας και να μάθω την όμορφη ιστορία της μετακίνησης των κοπαδιών που παραθέτω αυτούσια, όπως την άκουσα καθισμένη μαζί του στο Δικό μας Βάλς, ένα κουκλί καφέ στα Ιωάννινα. Δύο σημαντικές συνταγές, θα βρείτε στο τέλος του άρθρου.
Η μετακίνηση των κοπαδιών
“Είχα την τύχη μέχρι 14 χρονών, να κάνω αυτή τη δουλειά” λέει ο κ.Κώστας. “Φεύγαμε το Μάϊο κι επιστρέφαμε τον Οκτώβριο. Ειδικά στο χωριό το δικό μας υπάρχει ένα σύμφωνο εν ισχύ επί τουρκοκρατίας ακόμα. Απαγορευόταν να βγεις 19 Μαϊου στα λιβάδια. Μόνο στις 20 Μαϊου το πρωϊ όλοι. Το τηρούν ακόμα σήμερα. Έστω κι αυτοί οι λίγοι. Το χωριό μου, Ανώγειο Πρεβέζης, είχε παλιά 27.000 πρόβατα και τώρα ζήτημα αν έχει 3.000. Τότε, είχε 5 ανοικτά τυροκομεία.
Περιμέναμε τη μέρα εκείνη με λαχτάρα! Ξυπνούσαμε 12 με 1 το ξημέρωμα. Να συγκεντρώσουμε το κοπάδι. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, μόνο άλογα φορτωμένα. Κότες, σκυλιά, πρόβατα, κατσίκια. Οι κότες σε κουτιά πάνω στα άλογα. Τα άλογα είχαν φορτίο μεγάλο. 33 χλμ απόσταση. Φεύγαμε από τη Φιλιππιάδα και φτάναμε στα Ανώγεια, στα Πέντε Πηγάδια. Πεζοπορία. 7 ώρες πορεία.
Το κοπάδι μπροστά κι εμείς πίσω. Όσο ήταν νύχτα, όσοι είχαμε καλά σκυλιά τα περιφρουρούσαν, δεν τα χάναμε. Τα ζώα, μετά τα πρώτα 3 χλμ καταλάβαιναν ότι φεύγαμε. Κι έμπαινε ο αρχηγός μπροστά, με κουδούνα μεγάλη – το κριάρι, το “γκισέμι”- και έδινε σήμα στα υπόλοιπα ζώα. Δεν τα προλαβαίναμε, τρέχανε. Έμπαινε ένας από εμάς μπροστά να τα καθυστερεί, για να έρθουν κι άλλοι από πίσω. Και να βλέπεις… μόλις ξημέρωνε, βρίσκαμε άλλα 10 κοπάδια στο δρόμο. Βγαίναν όλοι να προλάβουν το φρέσκο χορτάρι.
Αυτή ήταν κοντινή διαδρομή. Αν βάλεις πως άλλοι έρχονταν από Καρβασαρά, από Μεσολόγγι, που πήγαιναν στους Καλαρρύτες, ήταν 10 ημέρες πορεία. Με σημεία που σταματούσαν το βράδυ, αρμέγανε τα ζώα, πήζανε το τυρί. Κι έβλεπες την επόμενη μέρα, τα άλογα φορτωμένα, οι τσαντίλες να κρέμονται να στραγγάνε και να φεύγουν αυτοί. Είχαν στόχο. Στο Χάλασμα -σύνορα Γιάννενα – Πρέβεζα, που είναι τα Πέντε Πηγάδια- εκεί ηταν το στέκι εκείνων. Έλεγαν “Διανυκτερεύουμε στο Χάλασμα”. Δεν τολμούσε να πλησιάσει άνθρωπος να κλέψει ζώα από τα γύρω χωριά.
Μια χρονιά είχαν κάνει λάθος οι χωριανοί και πήραν ένα κοπάδι με 50 πρόβατα, από κάποιον από το Μεσολόγγι. Κι εκείνος πήγε και ζήτησε τα γκισέμια μόνο πίσω. “Τα πρόβατα κρατήστε τα. Τα γκισέμια τα θέλω, αλλιώς θα ξεκληρίσω όλο το χωριό” τους είπε. Και του έδωσαν τα πρόβατα όλα. Γιατί τότε κλέβανε κι όλας.”
Τα γκισέμια
“Γιατί ήθελε μόνο τα γκισέμια;” ρώτησα. “Δύσκολο να φτιάξεις αρχηγό προπονητή στο κοπάδι. Γιατί στο γκισέμι δίνεις μια εντολή και του ‘χεις μια κουδούνα μεγάλη για να ακούν τα υπόλοιπα. Και το βάζεις μπροστά και μπήγει το δρόμο. Δεν μιλάς πολύ. Κι αυτό ξέρει και παρασέρνει το κοπάδι όλο. Όχι 50 κι 100 πρόβατα αλλά 500-800 πρόβατα. Το 2009-10 που έφτιαχνα το δρόμο Καλαρρύτες προς Χαλίκι, το καλοκαίρι συναντούσα -εκει ειδικά, στο Ματσούκι- αυτούς που ξεχειμάζουν στη Λάρισα, τον Τύρναβο, πόσα να σου πω… 1500 πρόβατα! και να βλέπεις νεαρά παιδιά να τα φέρνουν”.
Τα σημάδια στα πρόβατα
“Πως τα ξεχωρίζεις τα δικά σου πρόβατα;” απόρησα. “Ο μακαρίτης πατέρας μου είχε 5 τσομπαναραίους. Είχαν όλοι τότε τσομπαναραίους. Πώς θυμόταν ποιά προβατίνα του λείπει από τις 500 που είχε; μέτραγε κι έλεγε “λείπει η τάδε”!
Τα πρόβατα είχαν τα σημάδια του ιδιοκτήτη τους. Ήταν μερικοί που γύριζαν το αυτί. Άλλος έφτιαχνε κλειδί μπροστά. Άλλος έφτιαχνε πίσω. Έκανε μια στρογγυλή τομή. Μπροστοκλείδικα, πισοκλείδικα. Κι έλεγαν “πισοκλείδικα είναι του Κώστα”. “Βαέφκα είναι του Γιώργου”. Το έφκα έσπαγε το αυτί, έκανε χειρουργείο από μέσα και το αυτί δεν είχε δύναμη να κάτσει όρθιο και γύριζε η γωνία. Άλλος του έκανε μια ψαλιδιά και το έκανε σαν φούρκα, “φοκάφια” που λέμε. Ξέρεις πόσα τέτοια είχαν;
Ο τσομπάνος ήταν χειρουργός
Τότε τα χειρουργούσαν ζωντανά. Τωρα έχουν αναισθητικό. Ο τσομπάνος ήξερε. Αν μια προβατίνα είχε πίεση, αν δεν είχε μαχαίρι μαζί του, έψαχνε κάτω κι έβρισκε “στορνάρι”, μια πέτρα κοφτερή που είναι σαν διαμάντι, κόβει αυτό. Το χτύπαγε σε πέτρα κι έκανε μια μύτη. Μ’αυτό την έκοβε πάνω από το φρύδι. Έβρισκε τη φλέβα και το αίμα πεταγόταν. Την άφηνε κι έχανε-έχανε αίμα κι αφού έφευγε η πίεση αυτή, παπ! αμόλαγε το ζώο κι έκανε πέρα. Έκλεινε η πληγή. Ο τσομπάνος ήταν χειρουργός. Τυρανία ήταν τότε η ιατρική φροντίδα των ζώων. Η στείρωση που γινόταν τότε ήταν πολύ δύσκολη. Για να γίνει ένα κριάρι γκισέμι έπρεπε να στειρωθεί, να αφοσιωθεί στο κορμί, να μην έχει έννοιες αλλού”.
Οι δύο συνταγές που μας είπε ο κ.Κώστας είναι πολύτιμες καταγραφές. Είμαι σίγουρη πως θα ξυπνήσουν μνήμες σε πολλούς αναγνώστες.
Ζεματούρα – το ζεστό ψωμοτύρι
“Όταν είχαν ξερό ψωμί που δεν τρωγόταν πια, κοχλάζανε νερό και ρίχναν το ψωμί μέσα. Το νερό όχι πολύ, να το απορροφήσει το ψωμί. Ρίχναν λάδι, το ανακατεύανε κι επειδή το τυρί ήταν η πρώτη ύλη που είχαν όλοι – εκείνη την εποχή όποιος είχε ζώα ήταν ζωντανός, δεν πεινούσε- έριχνε και τυρί μέσα, το ανακάτευε και το τρώγαν με το κουτάλι”.
Στριγκλέτα – το γαλοτύρι του Αυγούστου
“Αυτό το τυρί γινόταν μόνο τον Αύγουστο και γινόταν ένα πολύ πυχτό γαλοτύρι, το τρώγαμε με το κουτάλι. Το γάλα ήταν πολύ λιπαρό, δεν είχε πολύ χλόη, εμείς πεινούσαμε πολύ, δεν ξέρω.
Από 1 μέχρι 14 Αυγούστου το έφτιαχναν προσθέτοντας γάλα κάθε δεύτερη μέρα. Στις 15, θα ανοίγαν το καζάνι και θα μοίραζαν και στη γειτόνισσα. Κάθε δεύτερη μέρα, η μάνα μου έβραζε το γάλα μέχρι να μπορεί να κρατά το δάχτυλο βουτηγμένο μετρώντας μέχρι το 13. Έτσι έκανε και για τη γιαούρτη. Το άφηνε λίγο στην άκρη, χαλάρωνε, το έριχνε στο καζάνι και ανακάτευε. Σκέπαζε και το άφηνε”.