Ενώ το κοτόπουλο με μπάμιες είναι αγαπημένο μου φαγητό τώρα, όταν ήμουν μικρή είχα τραυματική εμπειρία με τις μπάμιες, όπως τις σερβίριζαν στις ταβέρνες της αγαπημένης μου Κρήτης, όπου περνούσαμε τα καλοκαίρια. Ξέρετε τι εννοώ, είμαι σίγουρη.
Οι μπάμιες ήταν το τελευταίο φαγητό που δέχτηκα να τρώω μετά από πολλές-πολλές προσπάθειες της μαμάς μου. Τρώγαμε μπάμιες μόνο τα καλοκαίρια, όταν ήταν φρέσκια η παραγωγή.
Αφού έπλενε τις μπάμιες, καθάριζε το σκουφάκι τους πολύ προσεκτικά να μην ανοίξει τους βλενογόνους, αλάτιζε και ράντιζε με μπόλικο ξύδι, τις άπλωνε σε λαμαρίνα σε μια στρώση και τις άφηνε στον πρωϊνό ήλιο για 2-3 ώρες να στεγνώσουν. Έτσι ήταν ακόμα πράσινες αλλά είχαν σφίξει λίγο και είχαν χάσει τα πολλά υγρά τους εσωτερικά. Έτσι συνήθισα κι εγώ να μαγειρεύω τις μπάμιες.
Αυτή τη φορά δοκίμασα να πάω ένα βήμα παρακάτω. Τις άφησα στον ήλιο περισσότερο, περίπου 6 ώρες (1-7μμ). Είχαν χάσει το χρώμα τους, είχε σφίξει η σάρκα τους και είχε μειωθεί ο όγκος τους. Μοσχοβόλαγαν όμως, ήταν ψημένες από το ξύδι, το αλάτι και τον ήλιο και -όταν άνοιξα μια- δεν είχε καθόλου υγρά μέσα της.
Τέλεια, σκέφτηκα! Αν αποκτούσαν και πιο ελκυστικό χρώμα στο μαγείρεμα, θα πετύχαινε μια χαρά το φαγητό.
Πως σας φαίνονται στη φωτογραφία;
Έγιναν τέλειες για τα δικά μου γούστα. Φούσκωσαν, μαγειρεύτηκαν χωρίς να διαλυθούν και ήταν ελαφρά τραγανές στο δόντι, ενώ είχαν μαγειρευτεί στο σωστό χρόνο. Η γεύση τους ήταν μεστή, συμπυκνωμένη σαν της λιαστής τομάτας!
Η πρακτική της συντήρησης των λαχανικών για το χειμώνα, όταν δεν υπήρχε καταψύκτης, ήταν κατά κύριο λόγο το στέγνωμα στον ήλιο. Τις μπάμιες τις περνούσαν σε κλωστή -κολιέ- και αφού τις βουτούσαν σε ξύδι και αλάτι τις κρέμαγαν στον ήλιο για 2-3μέρες να στεγνώσουν καλά. Τις φύλαγαν σε πάνινες σακούλες στα κελάρια και τις φούσκωναν σε νερό για 1 ώρα, πριν τις μαγειρέψουν με χειμωνιάτικο κόκορα κρασάτο.
Δεν φτάνουμε ως εκεί πια, ο καταψύκτης υπάρχει σε χρήση για τον χειμώνα. Όμως όσο ο ήλιος είναι κοντά μας, δοκιμάστε να κάνετε τις μπάμιες λιαστές. Έχουν χαρακτήρα!